αμαλακτος

αμαλακτος
    ἀμάλακτος
    ἀ-μάλακτος
    2
    (μᾰ)
    1) не поддающийся размягчению
    

(κέρας Arst.)

    2) неослабевающий
    

(τὸ ψυχρόν Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αμαλακτος" в других словарях:

  • ἀμάλακτος — that cannot be softened masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμάλακτος — και χτος και γος, η, ο (AM αμάλακτος, ον) αυτός που δεν μαλάσσεται, που δεν μπορεί κανείς να τόν κατεργαστεί, ο σκληρός νεοελλ. 1. αυτός που δεν μαλάχτηκε με ζύμωση ή άλλη επεξεργασία, ο αμαλάκωτος 2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν γνώρισε ερωτικές… …   Dictionary of Greek

  • ἀμάλακτον — ἀμάλακτος that cannot be softened masc/fem acc sg ἀμάλακτος that cannot be softened neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαλάκτου — ἀμάλακτος that cannot be softened masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαλάκτους — ἀμάλακτος that cannot be softened masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαλάκτῳ — ἀμάλακτος that cannot be softened masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμάλακτα — ἀμάλακτος that cannot be softened neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμάλαγος — και αναμάλαγος, η, ο βλ. αμάλακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μτγν. επιθ. αμάλακτος < α στερητ. + μαλάσσω. ΠΑΡ. νεοελλ. αμαλαγάδα, αμαλαγιά] …   Dictionary of Greek

  • αμάλαχτος — η, ο [αμάλακτος] βλ. αμάλακτος …   Dictionary of Greek

  • αμαλαξιά — η [αμάλακτος] 1. το να μην μπορεί κάτι να μαλαχθεί 2. (για πρόσωπα) απονιά, σκληρότητα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»